- αλληλεγγυότητα
- ηη σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε αλληλέγγυους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλληλεγγυότητα — η [αλληλέγγυος] 1. κοινή ευθύνη ή υποχρέωση 2. αλληλοβοήθεια, συμπαράσταση … Dictionary of Greek
αλληλέγγυος — α, ο (Α ἀλληλέγγυος, ον) αυτός που είτε από εκούσια δέσμευση είτε από τον νόμο έχει με άλλον ή άλλους κοινή υποχρέωση ή ευθύνη νεοελλ. 1. συνεργός, συμβοηθός, συμπαραστάτης 2. το ουδ. ως ουσ. το αλληλέγγυον η σχέση αλληλεγγύης, αμοιβαία ευθύνη,… … Dictionary of Greek
αλληλ(ο)- — (από την αντων. αλλήλων), α’ συνθετικό ονομάτων και ρημάτων το οποίο δηλώνει αλληλεγγυότητα: Αλληλέγγυος, αλληλογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)